Σελίδες

Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2011

Ένας προφητικός λόγος του ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ


«Πορευόμαστε προς μια ευρωπαϊκή Γερμανία, ή προς μια Γερμανική Ευρώπη;»
 «Ήδη προβλέπονται, έστω και αν δεν ομολογούνται, δύο ταχύτητες στην Ενωμένη Ευρώπη, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη μας το τεράστιο κοινωνικό κόστος και τις εκρηκτικές κοινωνικές καταστάσεις, τις οποίες θα αντιμετωπίζουμε σε αυτήν την πορεία, τουλάχιστον για τις χώρες του Νότου». 
«Θα πρέπει ο έλληνας πολίτης να ξέρει τι να περιμένει στο τέλος της πορείας, αλλά και τι θα έχει καταβάλει για να φθάσει στο τέρμα αυτής της δύσκολης και άνισης πορείας». 
«Σοβεί πάντα η σύγκρουση βορρά και νότου και αυτό γιατί η ενιαία αγορά στην απουσία μιας άλλης πολιτικής σύγκλισης και συνοχής πολύ υψηλότερου επιπέδου, οξύνει τις αντιθέσεις, οξύνει τις ανισότητες». 
                                                            Ανδρέας Παπανδρέου
                                                                      1992 
28 Ιουλίου 1992: η Βουλή των Ελλήνων κυρώνει τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, που γέννησε το κοινό νόμισμα, πριν καν περάσουν δύο χρόνια από την επανένωση της Γερμανίας, τον Οκτώβριο του 1990. Σε αντίθεση με ότι είχε πράξει το 1979 με τη Συνθήκη Ένταξης της Ελλάδας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, ο Ανδρέας Παπανδρέου, και πάλι τότε αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, ψηφίζει την κύρωση της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Και είναι εντυπωσιακό ότι στην ομιλία του στη Βουλή επιχειρεί όχι να αντιτεθεί στο κοινό ευρωπαϊκό όραμα, αλλά, αντιθέτως, να το διαχωρίσει και να το «προστατεύσει» από την πλήρη επικράτηση των τραπεζών και των εθνικών εγωισμών όπως αποτυπώνονται στην ουσία της Συνθήκης.
Θέτει έτσι μια σειρά από ζητήματα, τα οποία ίσως τέθηκαν τότε για πρώτη φορά διεθνώς, τουλάχιστον σε αυτό το πολιτικό επίπεδο, σχετικά τόσο με το ρόλο της Ενωμένης Γερμανίας στην Ευρώπη, όσο και με την προοπτική που εξασφάλιζε στην Ευρώπη το κοινό νόμισμα, παρά το γεγονός ότι και ο ίδιος ρητά αναγνώριζε πως για την Ελλάδα αυτός ήταν μονόδρομος: πρόκειται για μια σειρά από αναφορές που σήμερα, σχεδόν είκοσι χρόνια μετά, μοιάζουν περίπου προφητικές.
Σχεδόν είκοσι χρόνια μετά, ο υιός και δεύτερος διάδοχός του στην πρωθυπουργία Γιώργος Παπανδρέου, επί των ημερών του οποίου συμβαίνουν αυτά για τα οποία μιλούσε ο πατέρας του, θα άξιζε να διαβάσει αυτό τον λόγο που εκείνος εξεφώνησε την ημέρα της κύρωσης, ειδικά τώρα, πριν πάρει την άγουσα για την καθοριστική για το μέλλον της Ελλάδας σύνοδο της Κυριακής.
Ίσως, ο λόγος του πατρός του, που δημοσιεύεται εδώ αυτούσιος, τον βοηθήσει να καταλάβει κάτι περισσότερο και, έστω και την τελευταία στιγμή, πράγμα λίαν αμφίβολο φυσικά, να πράξει ανάλογα… Θα δει εκεί, ότι τα ζητήματα που έφτασαν την Ελλάδα και την Ευρώπη ως εδώ, έχουν πολύ μεγαλύτερο βάθος και οι ευθύνες είναι πολύ διαφορετικά κι ευρύτερα κατανεμημένες από ότι ο ίδιος επί δύο χρόνια τώρα θεωρεί… Θα αντιληφθεί ίσως γιατί η αλλοπρόσαλλη στάση της κυβέρνησης όλο αυτό τον καιρό, δεν οδηγούσε πουθενά…

Βουλή των Ελλήνων, 28 Ιουλίου 1992.
Ανδρέας Γ. Παπανδρέου:
«Κυρίες και κύριοι, ως γνωστό, δεδομένο είναι ότι το ΠΑΣΟΚ θα ψηφίσει για την κύρωση της συνθήκης του Μάαστριχτ. Όμως το ΠΑΣΟΚ δεν πρόκειται να πει στο Λαό μόνο τα αναμενόμενα οφέλη, ούτε να ωραιοποιήσει την εικόνα. Αντίθετα πρέπει να τονίσει με ειλικρίνεια το κόστος αυτής της προσαρμογής. 
Θα πρέπει ο Έλληνας πολίτης να ξέρει τι να περιμένει στο τέλος της πορείας, αλλά και τι θα έχει καταβάλει για να φθάσει στο τέρμα αυτής της δύσκολης και άνισης πορείας. 
Με την κατάρρευση του Ανατολικού μπλοκ άλλαξε πράγματι η παγκόσμιος ισορροπία. Και είναι κοινός τόπος, ότι υπάρχει μόνο μία στρατιωτική υπερδύναμη, οι ΗΠΑ. Είναι όμως ταυτόχρονα γνωστό, ότι από οικονομικής πλευράς δεν είναι η μόνη υπερδύναμη. Υπάρχουν τουλάχιστον τρεις. Αυτή η ίδια, οι ΗΠΑ, η Ευρώπη – Γερμανία, η Γερμανία – Ευρώπη, αυτό θα κριθεί στην πορεία, και τρίτον η Ιαπωνία με Νοτιοανατολική Ασία. Το σημαντικό για μας είναι, ότι οι ΗΠΑ είναι σε στάση μάχης, τόσο απέναντι στην Ιαπωνία όσο και απέναντι στην Ευρώπη, στην ΕΟΚ.  Η σύγκρουση ΗΠΑ – ΕΟΚ είναι μια σύγκρουση που, πού και πού, φανερώνεται, άλλες φορές γίνεται στα κρυφά, αλλά αφορά τρεις τουλάχιστον τομείς. 
Πρώτον, την συμφωνία GATT.  Φυσικά αν αποτύχουν αυτές οι διαπραγματεύσεις, υπάρχουν διαφορές απόψεων οξύτατες μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης, ιδιαίτερα Γαλλίας, θα πρέπει να αναμένουμε έναν εμπορικό πόλεμο άνευ προηγουμένου με συνακόλουθο την ύφεση και ανεργία σε μεγάλη κλίμακα. 
Υπάρχει επίσης διαφωνία σημαντική σε ό,τι αφορά το σύστημα ασφάλειας της Ευρώπης, αν θα είναι ευρωπαϊκό ή αν θα είναι στην ουσία ατλαντικό. Υπάρχει το θέμα και δεν έχει κλείσει, αν και ουσιαστικά νομίζω κινείται προς ένα μείγμα ευρωπαϊκού-ατλαντικού, ίσως σε σχήμα διαφορετικό, θεσμικά διαφορετικό, αλλά στην ουσία ανάλογο με αυτό που ίσχυε στο παρελθόν. Και υπάρχει επίσης η προσπάθεια των ΗΠΑ να προχωρήσει η διεύρυνση το γρηγορότερο δυνατόν, ώστε τελικά με τη διεύρυνση να δυναμιτιστεί η προσπάθεια της ένωσης πολιτικής και οικονομικής της Ευρώπης και να μετατραπούμε ξανά, αν θέλετε, σε ζώνη ελευθέρων συναλλαγών.
Τις θέσεις των ΗΠΑ ενστερνίζεται οπωσδήποτε η Αγγλία και σε ό,τι αφορά την ολοκλήρωση της ενωμένης Ευρώπης και μπαίνει και βγαίνει από τη Νομισματική Ένωση, δεν είναι σαφές και στον κοινωνικό τομέα έχει πάρει θέση αρνητική αλλά ταυτόχρονα και σε ό,τι αφορά την ευρωπαϊκή ασφάλεια, στηρίζει την ατλαντική περίπτωση, εκδοχή σαφώς όπως και οι ΗΠΑ. 
Η Γερμανία προωθεί ταυτόχρονα και την ολοκλήρωση αλλά και την διεύρυνση και μάλιστα σε μεγάλη κλίμακα.  Υπήρχε μία εποχή που ο Υπουργός Εξωτερικών Γκένσερ, γυρνούσε στην Ευρώπη και έδινε υποσχέσεις σε όλες τις χώρες ότι θα ενταχθούν στην ΕΟΚ. Είναι επίσης η Γερμανία που έχει ξεχωριστή πολιτική να αναπτύξει την πολιτική της παρουσία ισοδύναμα με την οικονομική της, τόσο στην Κεντρική Ευρώπη, τα Βαλκάνια και γενικότερα τις Παραδουνάβιες Χώρες.
Και αυτό, στα πλαίσια ενός αγώνα με τη δημιουργία σφαιρών επιρροής, που μας πάνε πίσω περίπου έναν ολόκληρο αιώνα. 
Παραμένει, βέβαια, πάντα το ερώτημα, σε όλη αυτή την πορεία, εάν πορευόμαστε προς μία ευρωπαϊκή Γερμανία, ή προς μία γερμανική Ευρώπη. 
Πρόσφατα η Γερμανία αύξησε το επιτόκιο, την ώρα που όλοι στην Ευρώπη και στην Αμερική ζητούσαν να μην το κάνουν, διότι η πορεία προς την ύφεση είναι σαφής. Και όμως το έκαναν. Και διερωτάται κανείς σε ποιο μέτρο μπορεί να στηρίζεται η Ευρώπη στην γερμανική αλληλεγγύη. 
Ο στόχος της Γαλλίας είναι η ταχύτερη δυνατή ενσωμάτωση της Γερμανίας στην ενωμένη Ευρώπη και αυτό για λόγους μακροπρόθεσμης ισορροπίας και ασφάλειας στην Ευρώπη. Στα πλαίσια της ΕΟΚ σωβεί πάντα η σύγκρουση βορρά και νότου και αυτό γιατί η ενιαία αγορά στην απουσία μιας άλλης πολιτικής σύγκλισης και συνοχής πολύ υψηλότερου επιπέδου, οξύνει τις αντιθέσεις, οξύνει τις ανισότητες, όχι μόνο ανάμεσα σε κράτη – μέλη, αλλά και σε περιοχές, οι οποίες είναι καθυστερημένες και περιοχές που είναι προχωρημένες.
 Αυτό είναι η τύχη μιας ενιαίας αγοράς πάντοτε.  Εάν δεν υπάρξουν κάποια μέτρα, κάποιες παρεμβάσεις θα οξύνει τις αποστάσεις ανάμεσα στις πλούσιες και τις φτωχές περιφέρειες. 
Αναφέρομαι σε όλα αυτά, σε αυτές τις αποκλίσεις συμφερόντων και στρατηγικών, για να τονίσω τους κινδύνους που ελλοχεύουν στην πορεία προς τη δημιουργία της ενωμένης Ευρώπης, μιας πραγματικής ευρωπαϊκής ομοσπονδίας. Αλλά και να τονίσω ταυτόχρονα πως κάθε κράτος – μέλος διεκδικεί τα δικά του συμφέροντα, έχει τη δική του εθνική στρατηγική και αυτή η εθνική στρατηγική λείπει στην Ελλάδα, δεν διαμορφώθηκε από την Κυβέρνηση ποτέ.  Όσο καιρό βρίσκεται στην εξουσία δεν διαμόρφωσε μία σαφή εθνική στρατηγική, που περιλαμβάνει, φυσικά, και την πορεία μας προς την ενωμένη Ευρώπη.
 Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της Δύσης που μπορεί να έχει το προνόμιο να είναι η μόνη βαλκανική χώρα που είναι στην ΕΟΚ, αλλά είναι και η μόνη χώρα της Δύσης που αντιμετωπίζει νέα και έντονα προβλήματα ασφάλειας, ως αποτέλεσμα του τερματισμού του ψυχρού πολέμου. Το τόξο απειλής τώρα εκτείνεται από την Άγκυρα μέχρι τα Τίρανα, μέσω Σόφιας, αλλά, δυναμικός πυρήνας είναι και παραμένει η Άγκυρα. Και εμείς επιμένουμε, με όλα τα εθνικά μας θέματα ανοικτά, να υπογράψουμε σύμφωνο φιλίας με την Τουρκία και να της παραχωρήσουμε πιστοποιητικό καλής διαγωγής, πριν ακόμη κλείσουν οι συζητήσεις για το Κυπριακό.
 Σε ό,τι αφορά την εξωτερική πολιτική της ΕΟΚ πρέπει να λέμε την αλήθεια. Υπέστη μεγάλη δοκιμασία κατά τη διάρκεια του πολέμου του Κόλπου. Στάθηκε, όμως, ενωμένη πού; Μόνο στην περίπτωση της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας και στην πορεία εξουθένωσης της Σερβίας. Οι συνέπειες είναι οδυνηρές και το μέλλον αβέβαιο στα Βαλκάνια. Και έχει τεράστια ευθύνη η Κοινότητα, τα μέλη της, όλα ανεξαιρέτως, ιδιαίτερα η Γερμανία, γι’ αυτές τις εξελίξεις. 
Είναι βέβαιο, ότι η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας εγκυμονεί κινδύνους και για μας. Και γι’ αυτό πρέπει με κάθε τρόπο, αν θέλουμε να παίξουμε τον πρωταγωνιστικό ρόλο που μας ανήκει, θα πρέπει να κινηθούμε μόνο στα πλαίσια ειρηνευτικών προσπαθειών, να είμαστε παντού ο πρόμαχος της ειρήνης, να μην αναμειχθούμε σε στρατιωτικές επεμβάσεις –δυστυχώς το πρώτο βήμα έγινε με τον ναυτικό αποκλεισμό- γιατί το μέλλον για την Ελλάδα στη βαλκανική μπορεί να είναι πράγματι σημαντικότατο. 
Η ενδοχώρα των Βαλκανίων είναι μεγάλη υπόθεση. Η Θεσσαλονίκη σαφώς είναι μια πόλη με τεράστιους ορίζοντες για το μέλλον. Προϋπόθεση, ειρήνη και ασφαλή σύνορα. Η Ελλάδα είναι και βαλκανική και μεσογειακή χώρα και είναι τώρα αναπόσπαστο τμήμα της νέας Ευρώπης που γεννιέται. Στην ευρωπαϊκή πρόκληση δεν χωράει παρά μόνο θετική απάντηση. Ναι, θα συμμετάσχουμε ενεργά στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Δεν υπάρχει πράγματι εναλλακτική πορεία, παρά μόνο η περιθωριοποίηση της Χώρας μας, όσα και αν είναι τα εμπόδια που στέκονται στο δρόμο μας. Το Μάαστριχτ, αυτή η συνθήκη, απλώς αποτελεί για μας ένα εισιτήριο σε ένα δύσκολο και άνισο αγώνα. Ο αγώνας είναι άνισος, γιατί στην εκκίνηση είμαστε οι τελευταίοι.  Ο αγώνας είναι άνισος, γιατί η συνθήκη του Μάαστριχτ εκφράζει σχεδόν απόλυτα τα συμφέροντα και την οπτική γωνία του πλούσιου βορρά. Το όραμα της ενωμένης Ευρώπης δεν χωράει μέσα στο Μάαστριχτ. Το Μάαστριχτ για μας αποτελεί ένα σταθμό σε μία πορεία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ένα σταθμό που θα ξεπεραστεί και ίσως αλλοιωθεί στην ίδια την πορεία. 
Τι περιλαμβάνει το όραμα της ενωμένης Ευρώπης για μας; Το σεβασμό της λαϊκής κυριαρχίας, της δημοκρατίας και σε εθνικό και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Συνάδελφοι έχουν τονίσει επαρκώς το μεγάλο δημοκρατικό έλλειμμα και την ανάγκη γρήγορα να καλυφθεί. Δε θα μιλήσω παραπάνω σ’ αυτό το θέμα. Τη διασφάλιση των ατομικών και συλλογικών ελευθεριών. Την ανάδειξη της εθνικής πολιτιστικής ταυτότητας των κρατών-μελών. Την οικονομική ανάπτυξη και πλήρη απασχόληση του εργατικού δυναμικού. Τη δωρεάν Παιδεία και ιατρική περίθαλψη. Την κοινωνική μέριμνα. Την προστασία των ευρωπαϊκών συνόρων από οποιαδήποτε επιβουλή, την προστασία του περιβάλλοντος. Αυτό είναι το όραμα της ενωμένης Ευρώπης.
Στη συνθήκη του Μάαστριχτ υπάρχουν διακηρύξεις. Ουσιαστικές δεσμεύσεις, υπάρχουν κατά κύριο λόγο για την ΟΝΕ. Δεν έχει ακόμη διαμορφωθεί το θεσμικό πλαίσιο για την πολιτική, ούτε για την ενιαία –όχι απλώς κοινή- εξωτερική πολιτική, ούτε για την ενιαία άμυνα.
Στις προϋποθέσεις για τη συμμετοχή στην ΟΝΕ δεν υπάρχει αναφορά καν στο τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα της ανεργίας, τη χειρότερη μορφή ανισότητας που μπορεί να γνωρίσει μία σύγχρονη χώρα. Οι δείκτες – στόχοι συνιστούν το όραμα, όπως ελέχθη ήδη στην Αίθουσα αυτή, ενός ευρωπαίου τραπεζίτη και εκφράζουν κατά κύριο λόγο τις συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις της σημερινής Ευρώπης.
 Λυπούμαι να πω ότι αυτό που είπε ο κ. Μητσοτάκης ότι η Ελλάδα έχει παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση αυτής της συνθήκης, δεν μπορώ να το δεχθώ.  Δεν έχω δει τίποτα ιδιαίτερα ελληνικό, ελληνική πρωτοβουλία που να είναι εμφανής στη διαμόρφωση αυτής της συνθήκης. 
Κατά τη γνώμη μας, η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας παρακολούθησε ως παθητικός αποδέκτης αποφάσεις που έχουν αρνητικές επιπτώσεις και για τη Χώρα μας και για την ισότιμη συμμετοχή μας στην Ενωμένη Ευρώπη. 
Υπάρχει εδώ κάτι που θέλω να τονίσω. Σε πολλές ερωτήσεις σε κυβερνητικά στελέχη, αλλά και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης, αναφερόμενος στο γιατί κάνει κάτι ή όχι σε θέματα εξωτερικής πολιτικής όπως είναι, παραδείγματος χάριν, ο ναυτικός αποκλεισμός ή αύριο κάποια στρατιωτική επέμβαση, η απάντηση είναι “ακολουθούμε τους συμμάχους και εταίρους μας”.  Μα είναι λάθος ρήση. Δεν ακολουθούμε, συμμετέχουμε. Έχουμε άποψη, έχουμε δυνατότητες ακόμα και βέτο. Δεν μπορούμε να λέμε “ακολουθούμε”.  Συμμετέχουμε και συνδιαμορφώνουμε.  Αυτός είναι ο ρόλος. Και ελπίζω να μην ακουστεί ξανά ότι ακολουθούμε. Είμαστε μέσα, δεν είμαστε απ’ έξω. Ας το αξιοποιήσουμε αυτό.  
Και βέβαια είναι εσπευσμένη αυτή η σύγκλιση της Ολομέλειας.  Ακόμα δεν γνωρίζουμε πού θα πάει το πακέτο Ντελόρ.  Θα πω μερικά πράγματα.  Δεν το γνωρίζουμε, έτσι χάνουμε κάθε διαπραγματευτική δυνατότητα και σε μία κρίσιμη περίοδο που προεδρία έχει η Μεγάλη Βρετανία.  Η Βρετανική Προεδρία έχει δεδομένες σκέψεις και στόχους. 
Σε ό,τι αφορά το πακέτο Ντελόρ συγκεκριμένα, θα έχουμε έναρξη των διαπραγματεύσεων από μηδενική βάση.  Προσέξτε το αυτό. Δηλαδή αυτά που έγιναν μέχρι την Λισσαβόνα, ξεχνιούνται. Από μηδενική βάση θα αρχίσει η διαπραγμάτευση για το πακέτο Ντελόρ. Αυτή είναι η αλήθεια.
Δεύτερον, η ευθύνη για την διαμόρφωσή του δεν θα είναι στα χέρια των Υπουργών Εξωτερικών, όπως ήταν στο πακέτο Ντελόρ 1, αλλά είναι στα χέρια των Υπουργών Οικονομικών (Ecofin) όπου θα έχουμε μόνο τεχνοοικονομικά κριτήρια και όχι πολιτικά κριτήρια. Η Κυβέρνηση ασφαλώς γνωρίζει, στόχος είναι η οροφή των ίδιων πόρων να αυξηθεί αλλά όχι πέραν του 1,37%, το οποίο τώρα η Αγγλική Προεδρία προσπαθεί να το κάνει 1,35%. Στόχος που δεν λύνει τα προβλήματα. Όπως ελέχθη εδώ ήδη στην Αίθουσα αυτή, αυτό το ποσοστό ιδίων πόρων είναι ανήμπορο να λύσει τα προβλήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θα γυρίσω σε αυτό. 
Οι 4 χώρες του στόχου 1 δεν θα διπλασιάσουν τους πόρους των διαρθρωτικών ταμείων και του ταμείου συνοχής. Αυτά είναι οι προθέσεις της Αγγλικής Προεδρίας.  Η αύξηση θα είναι 60%, όχι 100%.  Το ταμείο συνοχής αναμένεται να λειτουργήσει χωρίς ενδεικτική κατανομή των πιστώσεων μεταξύ των 4 χωρών. Και θα γίνει με βάση κριτηρίων που αφορούν την εφαρμογή των προγραμμάτων σύγκλισης του κάθε κράτους μέλους. Και η Ελλάδα έτσι κινδυνεύει να εισπράξει ελάχιστα. 
Και έρχομαι στο σημείο της διεύρυνσης. Και βέβαια η Αγγλική πλευρά την υποστηρίζει μετά πάθους. Όπως είπε ο κ. Μητσοτάκης, ορθώς, η ελληνική πλευρά στη Λισσαβόνα στις 26 και 27 Ιουνίου, υποστήριξε την ταυτόχρονη διεύρυνση και εμβάθυνση της Κοινότητας. Αυτό όμως ήταν υπαναχώρηση από μία θέση που είχε πάρει νωρίτερα, πρώτα η εμβάθυνση και ύστερα η διεύρυνση.
 Για μας αυτό είναι τεράστιο θέμα. Δεν νομίζω ότι μπορούμε να μιλάμε για θέση ισότιμου μέλους στην Ενωμένη Ευρώπη αν πρώτα δεν κλείσει ο κύκλος της εμβάθυνσης, αν δεν ολοκληρωθεί η Ενωμένη Ευρώπη.  Και είναι λάθος ιστορικό να υπαναχωρήσουμε απ’ αυτή τη θέση. Γι’ αυτό μάλιστα το ΠΑΣΟΚ προτείνει στο Κοινοβούλιο, στην Εθνική Αντιπροσωπεία, να αποφασίσει ότι δεν θα στέρξει η Ελλάδα να υπάρξει έναρξη διαπραγματεύσεων – έναρξη διαπραγματεύσεων- για νέες εντάξεις πριν περάσει το πακέτο Ντελόρ, τουλάχιστον αυτό, χωρίς περικοπές. 
Δεν είναι όρος, εμείς θα ψηφίσουμε “Ναι” είτε γίνει, είτε δεν γίνει.
Αλλά πρέπει να τονίσουμε ότι επίσης η Αγγλία, η Μεγάλη Βρετανία, προωθεί ραγδαία την αναβάθμιση των σχέσεων ΕΟΚ – Τουρκίας και η απόφαση της Λισσαβόνας υπερφαλαγγίζει τη δήλωση Δουβλίνου χωρίς να έχουν πληρωθεί οι προϋποθέσεις.
Στην έκθεσή του ο κ. Χέρντ ονομάζει την Τουρκία περιφερειακή δύναμη δικαιούμενη προνομιακού καθεστώτος σχέσεων. Προνομιακού καθεστώτος σχέσεων! Γίνεται αναβάθμιση του πολιτικού διαλόγου και διείσδυση της Τουρκίας ουσιαστική στα Κοινοτικά όργανα. Και αυτά πριν έχουμε τη λεγόμενη λύση του Κυπριακού.
Υπήρξε επίσης και η απόφαση της Κυβέρνησης να επιτρέψει την υιοθέτηση των οριζοντίων δράσεων της ανανεωμένης Μεσογειακής πολιτικής. Με ποια τουρκική ανταπόκριση;  Διερωτάται κανείς. Τι έχει δώσει ως αντάλλαγμα η Τουρκία;
 Και πρέπει να πω και κάτι άλλο. Η συμμετοχή της Ελλάδας στη ζώνη οικονομικής συνεργασίας των χωρών του Ευξείνου Πόντου ενισχύει τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Τουρκίας στην Μέση Ανατολή.  Αυτό είναι παράγραφος 13 της έκθεσης Χερντ, όχι δικά μου λόγια. 
Και τώρα για την Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση.
 Εδώ πρέπει να συνεννοούμεθα, να λέμε ακριβώς ποια είναι η πραγματικότητα.
Βεβαίως η Ελλάδα έχει γίνει δεκτή. Θα γίνει δεκτή από την Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση. Και βεβαίως η Τουρκία θα γίνει δεκτή ως συνδεδεμένο μέλος. Αλλά εδώ έχουμε μια τεράστια υπόθεση, ότι εδόθη επίσημα ερμηνεία στο άρθρο 5, το οποίο εξαιρεί τη σύγκρουση Τουρκίας – Ελλάδας από την αρμοδιότητα της ΔΕΕ βάσει του άρθρου 5. 
Και κοιτάξτε, είναι ένα τεράστιο θέμα αυτό διότι, πρώτον, θέλω να θυμίσω ότι το 1981 ως Υπουργός Εθνικής Άμυνας το έθεσα στο ΝΑΤΟ και ζητούσα τότε απλώς να γραφεί ότι θα έλθουν εις αρωγήν κάθε κράτους μέλους όταν υπάρξει επίθεση από οπουδήποτε και αν έλθει. Η απάντηση στην αρχή ήταν, αυτό εξυπακούεται, προς το τέλος ήταν, δεν γίνεται. Και δεν γίνεται διότι υπάρχει το πρόβλημα δύο ετέρων σε συμμαχία, Τουρκίας και Ελλάδας, οι οποίες μπορεί να βρεθούν κάποια ημέρα σε σύγκρουση. 
Εδώ, αυτό που συνέβη με τη ΔΕΕ είναι χειρότερο απ’ αυτό που συνέβη τον Δεκέμβρη του 1981. Γιατί τώρα για πρώτη φορά, ειδικά με σφραγίδα, λέει η ΔΕΕ: Ένας τέτοιος πόλεμος δεν με αφορά. Και είναι δυνατόν κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, να λέμε ότι τα σύνορα της Ευρώπης είναι τα σύνορα της Ελλάδος; Θα ήταν αν δεν υπήρχε αυτή η ερμηνεία για το άρθρο 5. Γιατί η κύρια επεκτατική δύναμη, που αντιμετωπίζουμε, με τεράστιο δυναμισμό, με μεγάλες Ένοπλες Δυνάμεις, με έξοχο διπλωματικό Σώμα, είναι η Τουρκία. Η ΔΕΕ δεν μας καλύπτει.
Επομένως δεν μπορούμε να μιλούμε σήμερα για τα σύνορα της Ευρώπης και τα σύνορα της Ελλάδος. 
Και πρέπει να πω ότι ο κ. Μητσοτάκης στις 3 Δεκέμβρη 1991 είπε ο ίδιος, πως “η συμπερίληψη στο κεφάλαιο της εξωτερικής πολιτικής άμυνας ρύθμισης, για την αμοιβαία συνδρομή, θα έπρεπε να αποτελέσει πρωταρχική προϋπόθεση, για την τελική συγκατάθεσή μας στο σχέδιο συνθήκης Μάαστριχτ”. 
Και ερωτώ σήμερα: Τι λέει γι’ αυτή του τη θέση, η οποία είναι αρίστη;  Και δεν λέω δυστυχώς εγκατελείφθη, γιατί και πάλι θα έπρεπε να ψηφίσουμε για το Μάαστριχτ. Αλλά δεν θα έπρεπε να είχε ειπωθεί. 
Η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας δεν γνωρίζω τι προσέφερε στη μάχη για το Μάαστριχτ.  Το ΠΑΣΟΚ στα 8 χρόνια, που κυβέρνησε, κέρδισε σημαντικότατες μάχες: 
Πρώτον, είχε δύο πετυχημένες προεδρίες. 
Δεύτερον, με το μνημόνιο που κατέθεσε, μόλις ανέλαβε τη διακυβέρνηση της Χώρας, έκανε ουσιαστική αναδιαπραγμάτευση της συνθήκης ένταξης. 
Τρίτον, στο ΠΑΣΟΚ οφείλεται η θεσμοθέτηση των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων, τα οποία τα πήραμε για τη Νότια Ευρώπη, αρνούμενοι να πούμε ναι στη διεύρυνση τότε, με Ισπανία, Πορτογαλία. Γίναμε αντιπαθητικοί, αλλά εξυπηρετήσαμε τα συμφέροντα και της Χώρας μας και του Νότου! 
Και προωθήσαμε σημαντικά, τόσο το θέμα της συνοχής, όσο και την Κοινωνική Ευρώπη. 
Και τώρα πηγαίνω στο τεχνικότερο θέμα της Νομισματικής Οικονομικής Ένωσης. Οι όροι για τη συμμετοχή είναι γνωστοί και δεν θα τους επαναλάβω. Αλλά θέλω να τονίσω, αρχίζοντας ότι η Κυβέρνηση δεν έχει καταθέσει μέχρι τώρα πρόγραμμα σύγκλισης. Έτσι δεν είναι η στιγμή για να μπούμε σε λεπτομέρειες.  Όμως, έχουμε δικαίωμα να καλέσουμε την Κυβέρνηση, πριν στείλει κάποιο κείμενο στην ΕΟΚ, να το θέσει υπόψη της Εθνικής Αντιπροσωπείας, ώστε να υπάρξει διάλογος ουσιαστικός πριν κατατεθεί ως πρόταση της Ελλάδος, για τα επόμενα 5 χρόνια. 
Το περίγραμμα των κυβερνητικών εμπειρογνωμόνων, για την σύγκλιση που δόθηκε στη Βουλή, δεν στηρίζεται ούτε καν σε στοιχειώδη οικονομική λογική. Πώς είναι δυνατόν να προσδοκάται μια ετήσια αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,5%, όταν η δημοσιονομική ώθηση στην οικονομία μειώνεται κάθετα και το πραγματικό εισόδημα, από μισθούς και ημερομίσθια, συμπιέζεται συστηματικά, σύμφωνα με τις γνωστές κυβερνητικές προθέσεις, δηλώσεις και πράξεις;
Έτσι, η εμβάθυνση της ύφεσης είναι μονόδρομος, όπως βέβαια είναι και η αποτυχία της δημοσιονομικής πολιτικής, ώστε να μιλούμε όχι για σύγκλιση, αλλά για απόκλιση από τους στόχους του Μάαστριχτ. 
Εκεί πραγματικά μας οδηγεί η οικονομική πολιτική της Κυβέρνησης.  Είναι φυσικό γενικά, οι οικονομέτρες, στα μοντέλα σύγκλισης να μη συμπεριλαμβάνουν το κοινωνικό κόστος της επίτευξης των στόχων της ΟΝΕ και είναι αυτό μέσα στο βασικό μου επιχείρημα ότι αυτοί οι στόχοι, με αυτήν την πολιτική που ακολουθείτε, είναι ανέφικτοι. 
Το κοινωνικό κόστος για την Ελλάδα της επίτευξης των στόχων στα χρονικά πλαίσια που προβλέπει η συνθήκη του Μάαστριχτ, είναι τεράστιο για τις χώρες του Νότου.
 Ο κ. Αρσένης, μιλώντας, είχε κάποιες περικοπές από ένα άρθρο του κ. Πελετιέ στη MONDE στις 21 Ιουλίου. 
Αλλά θα ήθελα να διαλέξω δύο άλλες παραγράφους, από εκείνες που διάλεξε εκείνος, και θυμίζω ότι πρόκειται για τον οικονομικό διευθυντή του αντίστοιχου ΣΕΒ της Γαλλίας: “Οι προϋποθέσεις που προβλέπονται από την Συνθήκη δεν είναι πραγματόσημες στα χρονικά πλαίσια που προβλέπει για την Ιταλία, την Πορτογαλία, την Ελλάδα και την Ισπανία”. Προσθέτει όμως, ότι “οι υπολογισμοί που αφορούν την Πορτογαλία και την Ελλάδα φέρνουν ίλιγγο”.  Αυτές οι εκτιμήσεις νομίζω ότι είναι σωστές. Και για μένα σημαίνουν ότι ήδη προβλέπονται, έστω και αν δεν ομολογούνται, δύο ταχύτητες στην Ενωμένη Ευρώπη, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη μας το τεράστιο κοινωνικό κόστος και τις εκρηκτικές κοινωνικές καταστάσεις, τις οποίες θα αντιμετωπίζουμε σε αυτήν την πορεία, τουλάχιστον για τις χώρες του Νότου. Τότε μπορείτε να μου πείτε, μοιρολατρικά να δεχθούμε αυτήν την πορεία;  Γιατί ψηφίζουμε “ναι”, μία πορεία συνεχιζόμενης ύφεσης, μεγέθυνσης της ανεργίας και της ανισοκατανομής του πλούτου και του εισοδήματος της βίαιης δημιουργίας μιας κοινωνίας των 2/3, για να μην φθάσω να λέω του 1/3.  Και η απάντηση της Νέας Δημοκρατίας, η οποία έχει την πολιτική της, είναι ναι. Ναι, στην συνεχιζόμενη μονόπλευρη λιτότητα για 7 ακόμα χρόνια. Ναι, στη βίαιη ταξική επίθεση ενάντια στους εργαζόμενους, ναι, τελικά, στην αποτυχία. Η απάντηση του ΠΑΣΟΚ είναι : όχι. Υπάρχουν   και   άλλοι   δρόμοι. Δρόμοι, που  θα  οδηγήσουν  στην  προσέγγιση  –παρακαλώ υπογραμμίστε το “προσέγγιση”- των ονομαστικών στόχων του Μάαστριχτ, με δίκαιη επιμέτρηση του κόστους της προσαρμογής. Δρόμοι, που οδηγούν ακόμα και στην επίτευξη -υπογραμμίστε το “επίτευξη”- των στόχων, εφόσον όμως πληρωθούν ορισμένες προϋποθέσεις ή θα υπάρξει επιμήκυνση του χρονικού πλαισίου ή θα υπάρξει γενναία μεταφορά πόρων από τον πλούσιο βορρά στο φτωχό νότο.  Κάτι τέτοιο απαιτεί συνεχιζόμενη διεκδίκηση στην πορεία προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Απαιτεί, επίσης, μια άλλη οικονομική πολιτική, διότι η Νέα Δημοκρατία, η ΕΟΚ, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ο ΟΟΣΑ αποτελούν το άλλοθι για να συνεχίζει τη δική της αντιφατική, αναποτελεσματική, μυωπική πολιτική της. Μία καθαρά εισπρακτική πολιτική, που ρίχνει όλο το κόστος της προσαρμογής στους εργάτες, στους ανέργους, στους μισθωτούς, στους μικρομεσαίους, στους αγρότες, στους συνταξιούχους.
Μια πολιτική όχι μόνο αντικοινωνική, αλλά και αντιαναπτυξιακή.  
Και ας μη μας πει η Κυβέρνηση πως η πολιτική της είναι μονόδρομος. Διακεκριμένοι οικονομολόγοι, ο κ. Ζολώτας, ο κ. Αγγελόπουλος, έχουν επισημάνει την πλήρη αναποτελεσματικότητα του περίφημου “μονόδρομου”.  Μα κυβερνητικά στελέχη επίσης, ο σημερινός Υπουργός Εθνικής Οικονομίας –θέλω να υπενθυμίσω τη ρήση του, δεν την έχω ακριβώς- μίλησε για τα δύο χαμένα χρόνια της Νέας Δημοκρατίας.
Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής της Νέας Δημοκρατίας, βαθαίνει η ύφεση, αυξάνεται η ανεργία αποσαθρώνεται και ανθελληνίζεται η παραγωγική βάση της οικονομίας. Κατεδαφίζεται το κράτος πρόνοιας, αποψιλώνονται ολόκληρες περιοχές, αποδυναμώνεται κάθε ικμάδα περιφερειακής ανάπτυξης, εκποιείται και ανθελληνίζεται ο δημόσιος τομέας. 
Μ’ αυτές τις συνθήκες εκκίνησης που είναι το έργο της Νέας Δημοκρατίας, έχει υπονομευθεί η μάχη για την ισότιμη ένταξή μας στην ΟΝΕ. Είναι μια τεράστια ιστορική ευθύνη που θα καταλογιστεί στη Νέα Δημοκρατία, από το Λαό και την ιστορία. 
Έχει επίσης τεράστια ευθύνη η Κυβέρνηση, γιατί ως θεατής αποδέχθηκε την ομογενοποιημένη πορεία για όλους τους Ευρωπαίους, προς το ’97 άσχετα από το σημείο εκκίνησης.  Αυτό είναι ένα τεράστιο λάθος διαπραγματευτικό, όχι μόνο ελληνικό, δυστυχώς όλος ο Νότος ευθύνεται γι’ αυτό.  Προσαρμόστηκε η Κυβέρνηση πλήρως στις κοινοτικές επιταγές.  Δεν διεκδίκησε καμιά δέσμευση, δεν εξασφάλισε το πακέτο Ντελόρ. Και το είχαμε πει όχι στη Βουλή κατ’ ανάγκη, αλλά πολλές φορές δημόσια, πως υπογράφεται η συνθήκη του Μάαστριχτ, χωρίς ταυτόχρονα να περιέχεται και το πακέτο Ντελόρ 2, να ξέρουμε πού πάμε.
Δεν διαπραγματεύτηκε ειδικά μέτρα προσαρμογής που δικαιούται η Ελλάδα. Μην ξεχνάμε η Ελλάδα έχει 7% του ΑΕΠ σε στρατιωτικές δαπάνες, διότι ακριβώς ούτε το ΝΑΤΟ, ούτε η ΔΕΕ μπορούν να μας προστατεύσουν ή θέλουν να μας προστατεύσουν από τη μεγάλη εξ ανατολών απειλή. Ειδικότερα δεν ζητήθηκε αναγνώριση ενός χρυσού κανόνα στα δημοσιονομικά, της εξαίρεσης της χρηματοδότησης των δημοσίων επενδύσεων από τους περιορισμούς του δανεισμού του δημοσίου.
Ουσιαστικά, έμμεσα αποδέχθηκε την θεσμοθέτηση των δυο ταχυτήτων. Αφού θα έπρεπε να γνωρίζει ότι χωρίς αυτές τις αναπροσαρμογές, θα ήταν ανέφικτο να πετύχουμε τους στόχους.
Σε ό,τι αφορά τη θέση του ΠΑΣΟΚ για την ακολουθητέα οικονομική πολιτική έχουμε τονίσει με όλους τους δυνατούς τρόπους πως χωρίς ανάπτυξη η πολιτική της σταθεροποίησης οδηγεί την οικονομία σε ναυάγιο – ο Λαός έχει ένα ρητό που λέει “από τη μύγα ξύγκι δεν βγάζεις”, είναι η πραγματικότητα – και επίσης το ότι χωρίς κοινωνική πολιτική, κλονίζεται η κοινωνική συνοχή και καθίστανται πράγματι ανέφικτη η αύξηση της παραγωγικότητας.
Σε ό,τι αφορά την πορεία προς την ΟΝΕ, μια πορεία που με τα σημερινά δεδομένα φαίνεται αδιέξοδη για τις χώρες του νότου, η θέση του ΠΑΣΟΚ είναι πως η Ελλάδα σε συνεργασία με τις χώρες του νότου, πρέπει να δώσει τη μεγάλη μάχη για την επίτευξη των παρακάτω στόχων:
Πρώτον, το πακέτο Ντελόρ 2 να ισχύσει στο σύνολό του, χωρίς αλλοιώσεις και περικοπές. Δεύτερον, όπως έχει τονιστεί στη Βουλή απ’ άλλους, με την ολοκλήρωση της ΟΝΕ η νομισματική και συναλλαγματική πολιτική ασκείται πλέον –θα ασκηθεί δηλαδή- σε ευρωπαϊκό, όχι σε εθνικό επίπεδο.
Στα κράτη-μέλη παραμένει η δημοσιονομική πολιτική, που όμως ουσιαστικά περιορίζεται σε αναδιανεμητικό ρόλο. Εδώ πραγματικά βρίσκεται το κλειδί.
Σε μια ομόσπονδη Ευρώπη ο Ευρωπαϊκός Προϋπολογισμός πρέπει να είναι μεγέθους ικανού για την άσκηση αποτελεσματικής αναδιανεμητικής πολιτικής προς όφελος των κρατών-μελών του ευρωπαϊκού νότου και των οικονομικά καθυστερημένων περιοχών.  Μόνο κάτω από τέτοιες συνθήκες θα καταστεί δυνατή η σύγκλιση στα επίπεδα οικονομικής ανάπτυξης και εισοδημάτων, που δεν αφορούν τους στόχους τους τραπεζικούς, είναι άσχετα με τους τραπεζικούς στόχους, που έχει θέσει η Συνθήκη του Μάαστριχτ. Και εδώ σαφώς πρέπει να δοθεί η μάχη, από την έκβαση της οποίας θα κριθεί και το μέλλον της Χώρας μας.
Εδώ, ήθελα να φέρω ένα παράδειγμα:  Όταν υπάρχει ενοποίηση του νομίσματος σε πέρα από μια χώρα, σε 2, σε 3, σε 5 χώρες αυτό λειτουργεί κατά τρόπο αρνητικό για όλες τις καθυστερημένες ή ασθενέστερες χώρες ή περιοχές. Και θα δώσω το απλό παράδειγμα των δύο Γερμανιών. Μόλις έγινε το ενιαίο νόμισμα, εμφανίστηκαν αμέσως τα τραγικά προβλήματα της Ανατολικής Γερμανίας. Και η Δυτική Γερμανία αναγκάζεται, τώρα, να κάνει μεταφορές πόρων, πραγματικά αστρονομικών διαστάσεων, στην τέως Ανατολική Γερμανία, γιατί έχει την ευθύνη και μπορεί να ασκήσει δημοσιονομική πολιτική.
Σκεφθείτε, χωρίς τη δημοσιονομική πολιτική της Ευρώπης, τι θα συμβεί στις καθυστερημένες περιοχές. Γι’ αυτό και είναι απαραίτητο και κλειδί, να ολοκληρωθεί ο ομοσπονδιακός χαρακτήρας της Ευρώπης, έτσι ώστε η ευθύνη να είναι εκεί όπου υπάρχουν τα μέσα.  Τα μέσα θα τα έχουν οι Βρυξέλλες μετά την ένωση.  Δεν θα τα έχουν τα κράτη-μέλη. Και εκεί υπάρχει η ευθύνη, η οποία βεβαίως πρέπει και να ελέγχεται δημοκρατικά.  Αλλά επ’ αυτού έχουν μιλήσει άλλοι δια μακρόν.
Εδώ είναι, κατά τη γνώμη μου, και η κύρια δικαίωση, όχι η μόνη, για την πραγματοποίηση της Πολιτικής Ένωσης. Μόνο με μια Πολιτική Ένωση θα αναλυθούν αυτές οι ευθύνες, ώστε ο Κοινοτικός Προϋπολογισμός να μπορεί να καλύπτει τις ανισότητες οι οποίες δημιουργούνται από την ίδια τη διαδικασία και λειτουργία της ελεύθερης και ενιαίας αγοράς.
Αλλά πέρα απ’ αυτά, μιλώντας τώρα για την Ευρώπη και όχι για την Ελλάδα, -στο μέτρο βέβαια που είναι και η Ελλάδα αφορά και αυτήν-  δεν αρκεί η ενιαία αγορά και το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα, για να αντιμετωπίσει η Ευρώπη τις προκλήσεις του μέλλοντος και σε ό,τι αφορά τις ΗΠΑ και σε ό,τι αφορά την Ιαπωνία. Απαιτείται η διαμόρφωση μιας αναπτυξιακής Ευρωπαϊκής Πολιτικής της ίδιας της Κοινότητας για την αντιμετώπιση της ανεργίας, καθώς και μια βιομηχανική πολιτική, που να εξασφαλίζει την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας απέναντι στα άλλα εμπορικά μπλοκ.
Η πρότασή μας, απλοποιημένη για την περίπτωση, -δεν είναι κύριο θέμα- η πρότασή μας, διεξόδου για την ελληνική οικονομία και κοινωνία, κινείται στους εξής άξονες:
Πρώτον– έχουμε πάθει πλέον όλοι ένα είδος μυωπίας, δεν γνωρίζω, βλέπουμε πληθωρισμό, χρέος, ελλείμματα, επιτόκια, τα άλλα έχουν χαθεί από την οθόνη και πρέπει επιτέλους να δούμε και εκείνα που δεν είναι στην οθόνη, να τα φέρουμε ξανά στην οθόνη- διαμόρφωση ενός διεθνώς ανταγωνιστικού βιομηχανικού τομέα με την ανάπτυξη εκείνων των κλαδικών πολιτικών που θα συμβάλουν στην αύξηση της παραγωγικότητας και στην εκπαίδευση και εξειδίκευση του εργατικού δυναμικού και βέβαια στους τομείς, όπου έχουμε συγκριτικά πλεονεκτήματα.
 Δεύτερον, η αναδιάρθρωση της αγροτικής παραγωγής ώστε να γίνουμε ανταγωνιστικοί και να μπορέσει η γεωργία μας να προσαρμοστεί χωρίς απώλειες ή χωρίς μεγάλες απώλειες στη νέα κοινοτική αγροτική πολιτική.
Τρίτον, εκσυγχρονισμό και επέκταση του τριτογενούς τομέα για να απορροφήσει την απασχόληση που θα απελευθερωθεί μέσα από την αλλαγή της οικονομικής δομής.
Τέταρτον, αυτή η πολιτική αναδιάρθρωσης πρέπει να συνοδεύεται από μια αναδιανεμητική πολιτική, που θα εξασφαλίζει ένα επίπεδο κοινωνικών παροχών που να ικανοποιούν τις βασικές ανάγκες κάθε Έλληνα πολίτη, να διασώζουν δηλαδή το κράτος πρόνοιας.
Πέμπτον, την θεσμοθέτηση ενός δίκαιου και αποτελεσματικού φορολογικού συστήματος που επιτέλους θα συρρικνώσει την παραοικονομία στη Χώρα μας.
Αυτά, για μας, προϋποθέτουν την ταχύτερη δυνατή αναβάθμιση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, την πραγματοποίηση μιας ριζικής αποκέντρωσης στα πλαίσια ενός αποκεντρωμένου δημοκρατικού προγραμματισμού που θα εκπορεύεται από μια εθνική κοινωνική συμφωνία, από ένα κοινωνικό συμβόλαιο.
Είναι σαφές ότι το πεδίο της δράσης και αναμέτρησης ανάμεσα στις συντηρητικές και τις προοδευτικές πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις μεταφέρεται σε μεγάλο βαθμό στο ευρωπαϊκό επίπεδο.
Τόνισα πως το όραμα της ευρωπαϊκής ένωσης δεν χωράει στη συνθήκη του Μάαστριχτ και αυτό γιατί διαμορφώθηκε, κατά κύριο λόγο, από τις συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις της Ευρώπης.  Όταν το πολιτικό σκηνικό αλλάξει στην Ευρώπη, τότε θα ανοίξουν οι ορίζοντες για τη δημιουργία μιας πραγματικά ομόσπονδης Ευρώπης. Μόνο οι προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις μπορούν να μετατρέψουν το όραμα της ενωμένης Ευρώπης σε χειροπιαστή πραγματικότητα.  Και είμαστε βέβαιοι πως η αλλαγή του πολιτικού σκηνικού θα έρθει σύντομα με πρωτοπόρα την Ελλάδα, όταν σύντομα θα μιλήσει ο κυρίαρχος Λαός.»

Δεν υπάρχουν σχόλια: